- γλοιοποιέομαι
- γλοιο-ποιέομαι, = foreg., Id.Eup.1.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλοιοποιηθεῖσα — γλοιοποιέομαι aor part mp fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιοποιηθεῖσιν — γλοιοποιέομαι aor part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιοποιηθέν — γλοιοποιέομαι aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)